Glossary entry (derived from question below)
Greek term or phrase:
χονδρεμπορικό κέρδος
English translation:
wholesaler's profit
Added to glossary by
Assimina Vavoula
Apr 28, 2009 02:41
15 yrs ago
Greek term
χονδρεμπορικό κέρδος
Greek to English
Marketing
Marketing
Τιμολόγιο πώλησης
Δελτίο αποστολής
Εισπράχθηκε χονδρεμπορικό κέρδος.
Και εξήγηση τι είναι αυτό, σας παρακαλώ. :)
Δελτίο αποστολής
Εισπράχθηκε χονδρεμπορικό κέρδος.
Και εξήγηση τι είναι αυτό, σας παρακαλώ. :)
Proposed translations
(English)
3 +3 | wholesaler's profit | Assimina Vavoula |
References
χονδρεμπορικό κέρδος | Sokratis VAVILIS |
Change log
Apr 30, 2009 10:06: Assimina Vavoula Created KOG entry
Proposed translations
+3
2 hrs
Selected
wholesaler's profit
Νομίζω...
4 KudoZ points awarded for this answer.
Reference comments
32 mins
Reference:
χονδρεμπορικό κέρδος
Είναι το (μικτό;) κέρδος που αποκομίζουν οι μεσάζοντες από την πώληση ενός προϊόντος:
από τον Α χονδρέμπορο προς τον Β χονδρέμπορο (Α χονδρεμπορικό κέρδος),
από τον Β στον Γ χονδρέμπορο (Β' χονδρεμπορικό κέρδος)
Το περιθώριο κέρδους συνήθως ρυθμίζεται νομικά (βλ πχ: http://tinyurl.com/cguubo).
από τον Α χονδρέμπορο προς τον Β χονδρέμπορο (Α χονδρεμπορικό κέρδος),
από τον Β στον Γ χονδρέμπορο (Β' χονδρεμπορικό κέρδος)
Το περιθώριο κέρδους συνήθως ρυθμίζεται νομικά (βλ πχ: http://tinyurl.com/cguubo).
Something went wrong...