Glossary entry (derived from question below)
Greek term or phrase:
αντίδραση αντιδραστικώς εστεροποιημένης
English translation:
reaction of 3,3-diphenylopropanol esterified by reaction
Added to glossary by
Isodynamia
Jul 7, 2006 16:06
17 yrs ago
Greek term
αντίδραση αντιδραστικώς εστεροποιημένης
Greek to English
Science
Chemistry; Chem Sci/Eng
οργανική χημεία
αντίδραση αντιδραστικώς εστεροποιημένης ένωσης
Proposed translations
(English)
3 +1 | reaction of 3,3-diphenylopropanol esterified by reaction | Isodynamia |
Proposed translations
+1
1 hr
Greek term (edited):
αντίδραση αντιδραστικώς εστεροποιημένης 3,3 διφαινυλοπροπανόλης
Selected
reaction of 3,3-diphenylopropanol esterified by reaction
Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ ότι αυτό αφορά πατέντα και η 3,3 διφαινυλοπροπανόλη προκύπτει από εστεροποίηση που παρουσιάζεται σε αντίδραση που περιγράφεται προηγουμένως.
4 KudoZ points awarded for this answer.
Comment: "Άργησα λίγο, αλλά ευχαριστώ!"
Discussion
αντίδραση αντιδραστικώς εστεροποιημένης 3,3 διφαινυλοπροπανόλης τύπου 3 όπου τα r1-R4 είναι όπως καθορίστηκαν ανωτέρω οι υδρόξυ ομάδες προστατευμένες και το -Υ απομακρυσμένη ομάς