Glossary entry

Greek term or phrase:

αποδίδοντας

English translation:

producing

Added to glossary by Assimina Vavoula
Aug 13, 2008 16:04
15 yrs ago
Greek term

αποδίδοντας

Greek to English Medical Chemistry; Chem Sci/Eng
Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΡΙΖΑΣ
ΤΟΥ ΥΔΡΟΞΥΛΙΟΥ

Η ελεύθερη ρίζα του υδροξυλίου (ΟΗ۰), είναι κατά κύριο λόγο υπεύθυνη για την μοριακή οξειδωτική αποδόμηση των πρωτεϊνών.6,9

Η ρίζα του υδροξυλίου, μπορεί να προκύψει κατά πολλούς τρόπους. Οι πλέον διασαφηνισμένοι, είναι οι ακόλουθοι:

1. Από ηλεκτρονική επίδραση επί του ασταθούς υπεροξειδίου του
υδρογόνου.

Η2Ο2 + e- → ΟΗ- + ΟΗ۰

2. Από την επίδραση ανιόντος του υπεροξειδίου, επί του ασταθούς
υπεροξειδίου του υδρογόνου.

Η2Ο2 + Ο2- → ΟΗ- + ΟΗ۰ + Ο2

3. Από την αναγωγή ιόντος σιδήρου (Fe) ή χαλκού (Cu) από το
ανιόν του υπεροξειδίου και την εν συνεχεία επίδραση του
κατιόντος επί του ασταθούς υπεροξειδίου του υδρογόνου.

Fe+++ + Ο2- → Fe++ + Ο2
} (αντίδραση Fenton)
Fe++ + Η2Ο2 → Fe+++ + ΟΗ- + ΟΗ۰

4. Από την διάσπαση της υπεροξυνιτρώδους ρίζας.

Η ρίζα του οξειδίου του αζώτου, συντίθεται ενζυμικώς (συνθετά-
ση οξειδίου του αζώτου) στο ενδοθήλιο των αγγείων, στο Κ.Ν.Σ.
και στα φαγοκύτταρα (λευκοκύτταρα)6,8
Η εν συνεχεία ένωσή της με το οξυγόνο, οδηγεί στην σύνθεση
της υπεροξυνιτρώδους ρίζας, η οποία ως ασταθής διασπάται σε
όξινο περιβάλλον, ***αποδίδοντας*** ρίζα υδροξυλίου.

ΝΟ۰ + Ο2 → ΟΝΟΟ ۰

ΟΝΟΟ۰ + Η+ → ΝΟ2+ + ΟΗ۰
Proposed translations (English)
3 +1 producing
3 +1 yielding
3 releasing
2 giving
Change log

Aug 23, 2008 17:01: Assimina Vavoula changed "Edited KOG entry" from "<a href="/profile/76120">Assimina Vavoula's</a> old entry - "αποδίδοντας"" to ""producing""

Proposed translations

+1
2 hrs
Selected

producing

I don't disagree with "giving", but I think this is a little better.
Peer comment(s):

agree Eleni Makantani
24 mins
Something went wrong...
4 KudoZ points awarded for this answer. Comment: "Thanks a lot."
20 mins
2 hrs

releasing

...
Something went wrong...
+1
2 days 1 hr

yielding

http://www.google.com/search?hl=en&q="yielding hydroxyl&btnG...

yield: [1] αποδίδω, [2] ποσότητα, απόδοση (κατά τη σύνθεση μιας ουσίας). (http://www.chem.uoa.gr/vocabulary/Vocabularylist.asp?psearch... )

Σε πατέντες, το "yielding + something chemical" είναι υπερβολικά συνηθισμένο.
Peer comment(s):

agree d_vachliot (X)
1 hr
Ευχαριστώ!
Something went wrong...
Term search
  • All of ProZ.com
  • Term search
  • Jobs
  • Forums
  • Multiple search