Glossary entry (derived from question below)
Greek term or phrase:
πετρογραφικός
English translation:
petrographic
Added to glossary by
Valentini Mellas
Oct 10, 2008 20:56
15 yrs ago
Greek term
πετρογραφικός
Greek to English
Tech/Engineering
Geology
κανονισδμό δημ. έργων
Άρθρο ΓΛΕ.14 Πετρογραφικές Αναλύσεις
Περιλαμβάνει τον ακριβή προσδιορισμό των χαρακτηριστικών ορυκτών ενός συμπαγούς πετρώματος, ώστε να δοθεί η ακριβης ονομασία του (ειδικά των ηφαιστειακών, πλουτωνίων και μεταμορφωμένων πετρωμάτων). Περιλαμβάνει επίσης την επί τοις εκατό συμμετοχή του κάθε ορυκτού, τις υπάρχουσες εξαλλοιώσεις, το μέγεθος και τη μορφή των κόκκων και το τυχόν υπάρχον συνδετικό υλικό.
Περιλαμβάνει τον ακριβή προσδιορισμό των χαρακτηριστικών ορυκτών ενός συμπαγούς πετρώματος, ώστε να δοθεί η ακριβης ονομασία του (ειδικά των ηφαιστειακών, πλουτωνίων και μεταμορφωμένων πετρωμάτων). Περιλαμβάνει επίσης την επί τοις εκατό συμμετοχή του κάθε ορυκτού, τις υπάρχουσες εξαλλοιώσεις, το μέγεθος και τη μορφή των κόκκων και το τυχόν υπάρχον συνδετικό υλικό.
Proposed translations
(English)
5 +7 | petrographic | Valentini Mellas |
Change log
Oct 13, 2008 11:06: Valentini Mellas changed "Edited KOG entry" from "<a href="/profile/804943">Tetta's</a> old entry - "πετρογραφικός"" to ""petrographic""
Proposed translations
+7
2 mins
Selected
petrographic
# Petrography is that branch of petrology which focuses on detailed descriptions of rocks. Someone who studies petrography is called a petrographer. ...
en.wikipedia.org/wiki/Petrographic
# Relating to petrographs
en.wiktionary.org/wiki/petrographic
en.wikipedia.org/wiki/Petrographic
# Relating to petrographs
en.wiktionary.org/wiki/petrographic
4 KudoZ points awarded for this answer.
Comment: "Thanks, Valentini"
Something went wrong...