Translation glossary: GR>EN Kudoz

Creator:
Filter
Reset
Showing entries 51-100 of 318
« Prev Next »
 
Πιστοποιητικό Υποδείγματος ΧρησιμότηταςUtility Model Certificate 
Ελληνικά σε Αγγλικά
Πολυμετοχική εταιρίαmulti-share company / multi-shareholder company 
Ελληνικά σε Αγγλικά
Ρεύμα συγκράτησης του μαγνητικού στοιχείουmagnetic element's hοlding current 
Ελληνικά σε Αγγλικά
Σύνδεσμος Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ανωνύμων Εταιρειών και ΓραφείωνCompany Employees and White Collar Workers Union 
Ελληνικά σε Αγγλικά
Στοιχεία του χαρακτήρα μαςcharacter traits, traits/elements of our character 
Ελληνικά σε Αγγλικά
Τρελή ροδιάWild/Mad Pomegranate Tree 
Ελληνικά σε Αγγλικά
Το αντικείμενο της δουλειάς μουmy work is about..., my line of business is... 
Ελληνικά σε Αγγλικά
Υπαρξιακά κενάexistential voids, existential anxieties 
Ελληνικά σε Αγγλικά
Υπηρεσίες Στήριξης Εργαζομένωνemployee support services 
Ελληνικά σε Αγγλικά
άκροterminal 
Ελληνικά σε Αγγλικά
άνθρακας ο θησαυρόςMuch ado about nothing 
Ελληνικά σε Αγγλικά
αρμόδιες διευθύνσειςcompetent departments 
Ελληνικά σε Αγγλικά
αρμυρίκιsalt cedar, tamarisk (Tamarix smyrnensis) 
Ελληνικά σε Αγγλικά
αγροτικός γιατρός, αγροτικός ιατρόςrural service doctor, rural doctor 
Ελληνικά σε Αγγλικά
αδιαστατοποίησηnondimensionalization 
Ελληνικά σε Αγγλικά
αθροίσεις κυττάρωνcell agglomerations 
Ελληνικά σε Αγγλικά
αιμορραγικό οίδημα κυψελιδικόalveolar haemorrhagic oedema, alveolar hemorrhagic edema 
Ελληνικά σε Αγγλικά
αλαφροϊσκιωτοςfey 
Ελληνικά σε Αγγλικά
αλβίζιαsilk tree, mimosa, Albizia julibrissin 
Ελληνικά σε Αγγλικά
αλκυδικές ρητίνεςalkyd resins 
Ελληνικά σε Αγγλικά
αμεταβιβαστοnon-transferability 
Ελληνικά σε Αγγλικά
ανάδοχοςcontractor 
Ελληνικά σε Αγγλικά
αναδραστικάinhibitory/antiproliferative 
Ελληνικά σε Αγγλικά
ανακόπτωslow down, inhibit 
Ελληνικά σε Αγγλικά
ανθηρή οικονομική κατάστασηfinancially prosperous, financially well-off, affluent 
Ελληνικά σε Αγγλικά
ανεξαρτησία από δεσμεύσειςindependence /freedom from commitments/obligations 
Ελληνικά σε Αγγλικά
ανεπίστροφαReverse return 
Ελληνικά σε Αγγλικά
ανωμαλία στην παροχή του δικτύουanomaly/failure/disturbance in (the network's) power supply 
Ελληνικά σε Αγγλικά
ασώματες ακινητοποιήσειςintangible assets 
Ελληνικά σε Αγγλικά
αστροκύττωμαAstrocytoma 
Ελληνικά σε Αγγλικά
αεροπορικό επάγγελμαaircrew profession 
Ελληνικά σε Αγγλικά
αυστηρή δομή αυτών των κρασιώνrigid structure of these wines 
Ελληνικά σε Αγγλικά
αποκλισιόμετροdeviation meter, Side-Slip tester 
Ελληνικά σε Αγγλικά
απόδειξη εισπράξεως / απόδειξη πληρωμήςreceipt / payment voucher 
Ελληνικά σε Αγγλικά
απόσχιση εταιρειώνcompany split, demerger, spin-off 
Ελληνικά σε Αγγλικά
βρωμοκλάδιbean trefoil, stinking bean trefoil 
Ελληνικά σε Αγγλικά
βαρύ όνομαbig fish, major figure, hefty name, high-flier, big player, major player 
Ελληνικά σε Αγγλικά
βαθμός τυποποίησηςdegree of standardisation 
Ελληνικά σε Αγγλικά
βημόθυροBema door 
Ελληνικά σε Αγγλικά
βλεννογονίτιδαMucositis 
Ελληνικά σε Αγγλικά
βενζοδιαζεπίνες και τα κορτικοστεροειδήbenzodiazepines and corticosteroids 
Ελληνικά σε Αγγλικά
γίγαντεςGigantes, Greek Giant Baked Beans, butter beans 
Ελληνικά σε Αγγλικά
γαλβανική απομόνωσηgalvanic isolation 
Ελληνικά σε Αγγλικά
γερομπούσμπουλοςold fart 
Ελληνικά σε Αγγλικά
δώστουkeep on, again and again 
Ελληνικά σε Αγγλικά
διάταξη περιορισμού του ρεύματος εκκίνησηςstarting-current limiting device 
Ελληνικά σε Αγγλικά
διαγνωστική δίκηcognizance proceedings, provisional claim in proceedings on the merits, trial 
Ελληνικά σε Αγγλικά
διαθετικάpositives, slides 
Ελληνικά σε Αγγλικά
διαλείποντα φωτεινά ερεθίσματα (ΔΦΕ)intermittent photic stimulation 
Ελληνικά σε Αγγλικά
διαταραχή του προσανατολισμούdisorientation / orientation disorder 
Ελληνικά σε Αγγλικά
« Prev Next »
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Αναζήτηση όρου
  • Εργασίες
  • Φόρουμ
  • Multiple search