1. професионална подготовка, 2. първи разряд 1. a) Bildungsgang; b) betriebliche Berufsausbildung; 2. Lehrling
Creator: | |
Language pair: | Βουλγαρικά σε Γερμανικά |
Your current localization setting
Ελληνικά
Close search
Creator: | |
Language pair: | Βουλγαρικά σε Γερμανικά |