incident to произтичащ от...; в ролята на...; отнасящ се до...; зависещ от...;

Creator:
Language pair:Αγγλικά σε Βουλγαρικά
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Αναζήτηση όρου
  • Εργασίες
  • Φόρουμ
  • Multiple search