izreći zaštitne mjere to rule on safety / precautionary/preventive/protective measures

Creator:
Language pair:Κροατικά σε Αγγλικά
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Αναζήτηση όρου
  • Εργασίες
  • Φόρουμ
  • Multiple search