Auftritt (einer Auftrittleiter, Steigeleiter) стъпенка; стъпалце (на стълбичка за шофьорска кабина)

Creator:
Language pair:Γερμανικά σε Βουλγαρικά
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Αναζήτηση όρου
  • Εργασίες
  • Φόρουμ
  • Multiple search