konsekutiv последващ; постепенен, бавно нарастващ, ~увеличаващ се и т.п.

Creator:
Language pair:Βουλγαρικά σε Γερμανικά
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Αναζήτηση όρου
  • Εργασίες
  • Φόρουμ
  • Multiple search