Translation glossary: Business

Creator:
Filter
Reset
Showing entries 1-40 of 40
 
above the line advertisingδιαφήμιση υψηλού κόστους 
Αγγλικά σε Ελληνικά
confirming bankβεβαιούσα τράπεζα 
Αγγλικά σε Ελληνικά
conglomerationσυνένωση / συγχώνευση 
Αγγλικά σε Ελληνικά
consolidated mortgageσυγκεντρωτική υποθήκη 
Αγγλικά σε Ελληνικά
consolidated shipmentενοποιημένη φόρτωση 
Αγγλικά σε Ελληνικά
conspicuous consumptionεπιδεικτική κατανάλωση 
Αγγλικά σε Ελληνικά
constructive deliveryτεκμαρτή παράδοση 
Αγγλικά σε Ελληνικά
constructive total loss insuranceασφάλιση τεκμαρτής ολικής απώλειας 
Αγγλικά σε Ελληνικά
consulageπροξενικά τέλη / δικαιώματα 
Αγγλικά σε Ελληνικά
consumable storesαναλώσιμα υλικά 
Αγγλικά σε Ελληνικά
consumer confidenceεμπιστοσύνη καταναλωτών 
Αγγλικά σε Ελληνικά
consumer equilibriumισορροπία του καταναλωτή 
Αγγλικά σε Ελληνικά
consumer finance companyεταιρεία καταναλωτικής πίστης 
Αγγλικά σε Ελληνικά
consumer non durablesκαταναλωτικά αγαθά αμέσου αναλώσεως 
Αγγλικά σε Ελληνικά
consumption functionσυνάρτηση κατανάλωσης 
Αγγλικά σε Ελληνικά
consumption scheduleδιάγραμμα κατανάλωσης 
Αγγλικά σε Ελληνικά
containerizationμεταφορά με εμπορευματοκιβώτια 
Αγγλικά σε Ελληνικά
contingent reserveέκτακτο αποθεματικό 
Αγγλικά σε Ελληνικά
contingent workerπροσωρινός εργάτης 
Αγγλικά σε Ελληνικά
continuing guaranteeδιαρκής εγγύηση 
Αγγλικά σε Ελληνικά
contract monthσυμβατικός μήνας 
Αγγλικά σε Ελληνικά
corporate citizensεταιρικοί πολίτες 
Αγγλικά σε Ελληνικά
corporate clarityεταιρική σαφήνεια 
Αγγλικά σε Ελληνικά
corporocracyδιευθυντικό κατεστημένο 
Αγγλικά σε Ελληνικά
correlation coefficientσυντελεστής συσχετίσεως 
Αγγλικά σε Ελληνικά
cost accountingκοστολόγηση 
Αγγλικά σε Ελληνικά
cost of living adjustmentτιμαριθμική αναπροσαρμογή κόστους διαβίωσης 
Αγγλικά σε Ελληνικά
cost of living bonusεπίδομα ακριβείας ζωής 
Αγγλικά σε Ελληνικά
cost-plus inflationπληθωρισμός κόστους παραγωγής 
Αγγλικά σε Ελληνικά
credit interchange bureauγραφείο ανταλλαγής εμπορικών πληροφοριών 
Αγγλικά σε Ελληνικά
deficit weightελλειματικό / υπολειπόμενο βάρος φορτίου 
Αγγλικά σε Ελληνικά
deflationαποπληθωρισμός 
Αγγλικά σε Ελληνικά
direct mailδιαφήμιση δι' αλληλογραφίας 
Αγγλικά σε Ελληνικά
Generic nameΚοινή ονομασία (για προϊόντα ή υπηρεσίες) 
Αγγλικά σε Ελληνικά
Ταμείο Παρακαταθηκών και ΔανείωνLoan and Consignment Fund 
Ελληνικά σε Αγγλικά
Ταμείο Ασφαλίσεως ΕμπόρωνMerchands Pension Fund 
Ελληνικά σε Αγγλικά
Ωφέλιμο φορτίοEffective load / carrying capacity 
Ελληνικά σε Αγγλικά
Mutual Underwriting AssociationΑλληλασφαλιστικός Οργανισμός 
Αγγλικά σε Ελληνικά
rating agencyοργανισμός αξιολόγησης κινδύνου τίτλων 
Αγγλικά σε Ελληνικά
Substitute EntityΥποκατάστατο Πρόσωπο 
Αγγλικά σε Ελληνικά
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Αναζήτηση όρου
  • Εργασίες
  • Φόρουμ
  • Multiple search