Translation glossary: My Glossary

Creator:
Filter
Reset
Showing entries 551-600 of 744
« Prev Next »
 
бенефис/прощален мачtestimonial match/farewell match 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
в добрия тонit's considered good manners 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
възбудна/отпадна неврологична симптоматика(neurologic/al symptoms of) overexcitement <--> listlessness 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
втора степен, пети разредBerufsqualifikation: Stufe 2, Grad 5 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
връзка, съкращение вр.Band (des Kirchenbuchs) 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
взаимно училище(a school with)monitorial educational system; ~ where the Bell-Lancaster method is applied; 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
виза за проектиранеfull planning permission (FPP) 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
виза за проектиранеAntrag auf Genehmigung des Bauentwurfs (im Baugenehmigungsverfahren) 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
винетен контролvignette sticker inspection 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
влачена и драскана мазилкаReibeputz; Kratzputz 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
гражданска регистрацияAnmeldung 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
граждански съставcivil panel 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
газоход1. Gaskanal, Abgaskanal, Rauchgaskanal, Abgaszug, Abgasabführung, Abgasrohr, Absaugleitung 2. Frischluftzufuhr;~kanal,~leitung 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
дънен тралGrundschleppnetz 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
дворищна регулацияplot plan 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
дворно място1. plot, garden ~, ~ of land 2. yard, garden 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
длаб и зъбtongue-and-groove 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
дородовpränatal, vorgeburtlich 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
добавка за смиланеconcrete admixture 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
домакин (в администрация, учреждение)Facilities Director ( maintenance, administrator); 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
допълващо застрояванеInfill Development 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
ж.к. славия / кв. славияdwelling complex / residential quarter 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
жакStecker, Klinkenstecker, Steckverbinder 
Γερμανικά σε Βουλγαρικά
жилищен хоризонтdwelling layer 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
зърнометрияKörnigkeit 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
заскаляване на заустванеVerschüttung (der Abwassereinleitung) 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
завършавам наравно1. Game drawn/tied; 2. (Game is)A draw/tie 3.An even score 4.Undecided 5.standoff (stand-off AE) etc; 6. ended in a draw, the game resulted in a draw 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
завършена "на тапи"capped/capped off 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
закъсал корабa troubled ship/ a ship in trouble, a ship in distress 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
закваска (за кисело мляко)(мая)Joghurtansatz; ~starter; ~ als Starter; ~kultur; Säurewecker(-kultur)) 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
закладна частEinlegeteil 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
закладни частиfixings, inserts, embedded items/fittings/metals 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
замонолитка между подколоннициGussbeton für Säulenfundament 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
запазване на работни местаto secure jobs; jobs security 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
заплаткаFlicken (m), Patch (n) [med] 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
заповед за прекратяване на семейни помощи за децаAnordnung zur Einstellung des Kindergeldes 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
звучен шамарto slap someone in the face; to slam 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
здравна карта за детеKinderuntersuchungsheft /„Gelbes Heft“/ (D); Mutter-Kind-Pass (A) 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
земекопна техникаearth-moving machinery 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
и.в. / и. в.intravenous infusion (II) / intravenous administration (IA) 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
историяhistory; record; file; information about smbody/smth (recorded and saved in a database) 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
ишлемеsubcontract manufacturing/processing 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
изравняване на субсидияadjustment/harmonization of subsidy 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
изравняване на шансоветеequal opportunity 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
извънаудиторна заетостaußerhalb des Lehrplans; außercurricular; im Selbststudium 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
изведена практика по геодезияFeldarbeit/en aus Vermessungswesen (geodätische Feldarbeit) 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
издържанclearly (defined horizon; ~ bed; ~ layer); clear ~ (geology) 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
изметляванеtasseling 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
изнесен визов центърrelocated visa center, visa center abroad/in a foreign country 
Βουλγαρικά σε Αγγλικά
изнесено работно мястоAußenstelle; Niederlassung; Zweigniederlassung; Zweigstelle; Filiale 
Βουλγαρικά σε Γερμανικά
« Prev Next »
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Αναζήτηση όρου
  • Εργασίες
  • Φόρουμ
  • Multiple search